Ruvo di Puglia (Επαρχία Μπάρι)

Η ύπαιθρος του Ruvo, με τους αμπελώνες, τους ελαιώνες και την αρόσιμη γη, είναι μία από τις πιο εκτεταμένες στην περιοχή του Μπάρι. Οι δασικές εκτάσεις της, με πολυάριθμες βελανιδιές (Quercus pubescens) και πυκνή χαμηλή βλάστηση, παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον. Η έκταση που περιλαμβάνεται στο «Εθνικό Πάρκο Alta Muglia» παρουσιάζει τα κλασσικά χαρακτηριστικά τοπία της Απουλιανής Καρστικής μορφολογίας: καρστικές κοιλάδες ή “lame”, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η άνω πορεία του Lama Bali (γνωστό και ως “Tiflis torrent”), καθώς και οι τάφοι και τα σπήλαια, συμπεριλαμβανομένου του "Grave della Ferratella", που συνιστά την περιοχή με το μεγαλύτερο βάθος, και του "Abisso di Notarvincenzo".

  • Υψόμετρο: 240 μ.
  • Έκταση: 223,83 km2
  • Πληθυσμός: 25.328
επίσημη ιστοσελίδα

Σχετικά με την πιλοτική περιοχή: Ruvo di Puglia (Επαρχία Μπάρι)

Το Ruvo di Puglia, που βρίσκεται στην επαρχία του Μπάρι, στην Alta Muglia, και χαρακτηρίζεται από την κλασσική καρστική μορφολογία εδάφους, με πληθώρα φυσικών σπηλαίων, αποτελούσε, κατά την αρχαιότητα, το κέντρο του Peuceti.

Το όνομά του προέρχεται από το Λατινικό rupes, που σημαίνει βράχος, και αναφέρεται στο φυσικό τοπίο της περιοχής.

Ο χώρος όπου εκτείνεται σήμερα η πόλη κατοικείται από τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο (60 χιλιάδες χρόνια πριν), ενώ στην περιοχή Cortogiglio έχουν βρεθεί λείψανα γεωργικών χωριών.

Αποικούμενη από τους Ausoni από την Εποχή του Χαλκού (2η χιλιετία π.Χ.) και έπειτα από τους Japigi (Ελληνικής καταγωγής, 12ος αιώνας π.Χ.), η πόλη Rhyps γνώρισε το ζενίθ του μεγαλείου της από τον 5ο έως τον 3ο αιώνα, όταν εισήλθε στην οικονομική τροχιά των Ελληνικών πόλεων της Απουλίας και ανέπτυξε ισχυρές εμπορικές συναλλαγές με την Αθήνα. Εξελίχθηκε σε ένα σημαντικό οικονομικό κέντρο, ο πλούτος του οποίου βασιζόταν στο εμπόριο λαδιού και κρασιού, αναπτύσσοντας έναν ακμάζοντα, παράπλευρο τομέα παραγωγής σκαφών μεταφοράς και υπηρεσιών, όπως αποδεικνύουν τα πολυάριθμα ευρήματα που βρέθηκαν στην ύπαιθρο του Ruvo κατά τις εκστρατείες εκσκαφής που πραγματοποίησε η Jatta, στο Caputi και στη Fenicia (πατρικίες της πόλης).

Μετά την ολοκλήρωση των Σαμνιτικών πολέμων και του πολέμου ενάντια στον Τάραντα, η πόλη εισήλθε στο φάσμα της Ρωμαϊκής επιρροής, για να γίνει αργότερα, κατά την Ύστερη Δημοκρατία και μετά την λήξη των πολέμων με τον Πύρρο (272 π.Χ.), αρχικά μία στρατιωτική βάση και, στη συνέχεια, υπό την ονομασία Rubi, μία αυτόνομη πόλη (municipium). Προκειμένου να γίνει κατανοητή η στρατηγική σημασία της πόλης, είναι απαραίτητο να αναφέρουμε πως διασχίζεται από τη Via Traiana. Το γεγονός αυτό της επέτρεψε να αναπτυχθεί οικονομικά καθ’ όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου.

Οι βαρβαρικές εισβολές, ωστόσο, την έπληξαν σε μεγάλο βαθμό και το Ruvo di Puglia φαίνεται να καταστράφηκε από τους Γότθους το 463. Μετά την λήξη της κυριαρχίας των Οστρογότθων, που κυριάρχησαν έως και το 535, η πόλη Ruvo τέθηκε υπό Βυζαντινή κυριαρχία το 553, προσελκύοντας Βασιλικούς μοναχούς που επιχειρούσαν να διαφύγουν από τους εικονομαχικούς διωγμούς των αυτοκρατόρων της Ανατολής, ξεκινώντας από τον 7ο αιώνα.

Στο επίκεντρο μίας περιοχής μαχών, μεταξύ των Λομβαρδών και των Βυζαντινών, κατά τον VIII, IX και Χ αιώνα, το Ruvo δέχθηκε, επίσης, επανειλημμένες επιθέσεις από τους Σαρακηνούς (857), οι οποίοι από τον 9ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στις Απουλιανές ακτές, από τις γειτονικές πόλεις Σικελία και Καλαβρία.

Κατά το έτος 1000, η πόλη μετατράπηκε σε επισκοπή.

Στη συνέχεια, αρχικά προσαρτημένη από τους Νορμανδούς στο βασίλειο της Σικελίας, υπό τον Βασιλιά Ruggero (1040) και αργότερα ενοποιημένη με την κομητεία του Conversano, υπό τον Βασιλιά Tancredi (1129), η πόλη Rubo έγινε τελικά φέουδο, το οποίο οχυρώθηκε υπό την κυριαρχία του Φρειδερίκου Β’ της Σουαβίας (13ος αιώνας) που επιθυμούσε την κατασκευή ενός Καθεδρικού Ναού.

Στο Ruvo, οι Ναΐτες δημιούργησαν μια σημαντική έδρα κατά τον 12ο και 13ο αιώνα, από την οποία αναχώρησαν για τους Αγίους Τόπους.

Μετά το 1269 το χωριό πέρασε, όπως και όλη η νότια Ιταλία, υπό την κυριαρχία των Ανδηγαυών, που τροποποίησαν το Νορμανδικό κάστρο και παραχώρησαν το φέουδο στους De Colant, οι οποίοι διακρίθηκαν για την κακή διακυβέρνησή τους. Το 1291, το Ruvo πέρασε στα χέρια του Roberto de Juriaco και τον XIV αιώνα αποτέλεσε το κέντρο της σύγκρουσης μεταξύ της βασίλισσας Ιωάννας Ι και του Λουδοβίκου της Ουγγαρίας.

Ο φεουδάρχης του Ruvo, Gazzone de Denysiaco, κατηγορήθηκε για τον θάνατο του συζύγου της Ιωάννας I, αδελφού του Βασιλιά Λουδοβίκου της Ουγγαρίας, ο οποίος ήρθε, έπειτα, στην Ιταλία για να εκδικηθεί τον θάνατό του, καταλαμβάνοντας τον θρόνο της Νάπολης. Το 1348 η κατάσταση αντιστράφηκε και η Ιωάννα, επιστρέφοντας στη Νάπολη, διεκδίκησε την κατοχή των Απουλιανών εδαφών της. Το Ruvo, αφού πολιορκήθηκε από τον άρχοντα Roberto Sanseverino, πιστού στη βασίλισσα, αναγκάστηκε να παραδώσει τα όπλα και να επιστρέψει στην κατοχή της βασίλισσας, ενώ αργότερα έγινε φέουδο των de Vrunforts, των Orsini del Balzo και των Ισπανών de Requenses (1499). Στο πλαίσιο της σύγκρουσης μεταξύ των Γάλλων και των Ισπανών, το Ruvo κατακτήθηκε από τους πρώτους και πολιορκήθηκε από τους τελευταίους, οι οποίοι κατάφεραν να το επανακτήσουν υπό την κυριαρχία του Consalvo di Cordova, που επέστρεψε την πόλη στους Requences.

Το 1509 οι Requences πούλησαν το φέουδο στον Καρδινάλιο Oliviero Carafa, που συνένωσε την Κομητεία του Ruvo με το Δουκάτο της Andria το 1522 μέχρι και την κατάργηση της φεουδαρχίας, το 1806. Την εποχή εκείνη, η πόλη Ruvo γνώρισε μια περίοδο εξαιρετικής ακμής, που οδήγησε στην άφιξη Δομινικανών μοναχών και την έναρξη μιας αστικής ανάπλασης και δημιουργίας που χαρακτηρίστηκε από την κατασκευή πολυάριθμων εκκλησιών, μοναστηριών και οίκων με αρχιτεκτονική που προσομοίαζε παλάτια.

Κατά τη διάρκεια αυτής της μακράς περιόδου δημιουργήθηκαν νέες θρησκευτικές τάξεις στην πόλη και κατασκευάστηκαν νέοι χώροι λατρείας: το Μοναστήρι του San Domenico (1560) και οι Καπουτσίνοι (1607). Ωστόσο, το ξέσπασμα της πανούκλας εξαφάνισε σχεδόν ολόκληρο τον τοπικό πληθυσμό (1656).

Μετά τη σύντομη εμπειρία της Γαλλικής Δημοκρατίας της Νάπολης (1806-1815), το Ruvo, καθώς και το σύνολο της Απουλίας, συγχωνεύθηκαν στο Βασίλειο των Δύο Σικελιών, υπό την κυριαρχία των Βουρβώνων. Οι πολίτες της Ruvo di Puglia συμμετείχαν ενεργά στις επαναστατικές δράσεις του 1799, του 1821, ιδρύοντας μία επιχείρηση μεταπώλησης carbonara (Perfect loyalty, 1816), του 1848 και του 1860, που οδήγησε στην ενοποίηση του Βασιλείου της Ιταλίας, όπως ανακηρύχθηκε στις 17 Μαρτίου του 1861.

Τα σπουδαιότερα μνημεία της πόλης είναι ο Ρωμανικός Καθεδρικός Ναός, που φέρει μία εξαιρετικής ομορφιάς πύλη, ένα υπέροχο τριαντάφυλλο και ένα υπόγειο με μωσαϊκό δάπεδο από τη Ρωμαϊκή εποχή. Η εκκλησία της Annunziata (1377), το Κάστρο και το Fondo Marasco ολοκληρώνουν την επίσκεψη στο μεσαιωνικό Ruvo.

Από τη Ρωμαϊκή πόλη μπορείτε να θαυμάσετε μια δεξαμενή (Grotta di San Cleto), μια πλάκα αφιερωμένη στον αυτοκράτορα Marco Antonio Gordiano Pio (225-244), που βρίσκεται στον Πύργο του Ρολογιού (1604) και το Μουσείο Jatta, όπου φυλάσσονται σημαντικά αγγεία και άλλα ευρήματα τοπικής παραγωγής από την Ελληνιστική περίοδο.

Τουριστικές θεματικές

  • Φυσικός πλούτος
  • Ιστορικά μνημεία
  • Αρχαιολογικά μνημεία